- αινολαμπής
- αἰνολαμπής, -ὲς (Α)αυτός που λάμπει φοβερά, τρομακτικά, ολόλαμπρος, ο περίλαμπρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + -λαμπὴς < λάμπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνολαμπές — αἰνολαμπής horrid gleaming masc/fem voc sg αἰνολαμπής horrid gleaming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek